- θράσος
- (I)το (ΑΜ θράσος)η τόλμη που ενέχει αναίδεια, αυθάδεια, η αδιαντροπιά, η ιταμότητα, ο κυνισμός, η παράλογη ορμητικότητα, το μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο θάρροςμσν.δύναμη, κυρίως η πηγή απ' όπου αντλείται η δύναμημσν.-αρχ.τόλμη, αφοβία, θάρρος, γενναιότητα, ανδρεία, περιφρόνηση τού κινδύνουαρχ.1. (η δοτ. εν. ως επίρρ.) θράσειθρασέως, με τόλμη, άφοβα2. φρ. α) «θράσος πολέμων» — πολεμικό θάρρος, περιφρόνηση τών πολεμικών κινδύνωνβ) «ἰσχύος θράσος» — η αυτοπεποίθηση που στηρίζεται πάνω στη δύναμη, η αλαζονεία τής δυνάμεως, η «ὕβρις» που απορρέει από την ισχύ.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θράσος, όπως εξάλλου και ο τ. θάρσος (βλ.λ.), προήλθε υστερογενώς από το αρχικό θέρσος*, αναλογικά προς το επίθ. θρασύς*].————————(II)και χράσος, -α, -ο1. (για τροφές) άνοστος, σάπιος («θράσο κρέας»)2. (για ανθρώπους) αχαΐρευτος, άχρηστος, ανώφελος3. φρ. «πήγε θράσος» — χάθηκε μάταια, ανώφελα.[ΕΤΥΜΟΛ. < *θρασός< αρχ. σαθρός, με μετάθεση].
Dictionary of Greek. 2013.